Η Δημόσια Παράγκα
Η Δημόσια Παράγκα
Επιστρέφουμε στα παραμύθια με ένα χιλιοειπωμένο.
Παραμύθι #3: Το Υδροκέφαλο Δημόσιο
Πόσες φορές δεν ακούσαμε για τη μεγάλη πληγή της Ελληνικής οικονομίας, τον δημόσιο τομέα όπου όλοι οι υπουργοί και βουλευτάδες “έχωναν” τους δικούς τους για να τους “βολέψουν”, με αποτέλεσμα να καταλήξει το δημόσιο να τρέφει πάνω από ένα εκατομμύριο αργόσχολους; Οι δημόσιοι υπάλληλοι στοχοποιήθηκαν πρώτοι ως αιτία της κρίσης, με χαρακτηριστικότερο το σχόλιο του Λοβέρδου ότι “Το 1 εκατομμύριο υπάλληλοι που ταλαιπωρούν τα 10 εκατομμύρια με την βεβαιότητα ότι ο δημόσιος τομέας είναι ισόβιος, μας έφτασαν εδώ που μας έφτασαν. Τα 10 εκατομμύρια πληρώνουν το 1 εκατομμύριο.” και ο αριθμός τους μεγάλωνε σε κάθε δήλωση των αξιωματούχων με τους Τσίκεν Λιτλ να τους ανεβάζουν στο ενάμιση εκατομμύριο, ίσως και παραπάνω. Ενδιαφέρον έχει η διαπίστωση της Ημερησίας τον Απρίλιο του 2010 ότι “Εφθασαν τα 1,1 εκατ. οι δημόσιοι υπάλληλοι”, για να κρούσει μετά από τρεις μήνες τον κώδωνα του κινδύνου ότι οδεύουν “Ολοταχώς προς το εκατομμύριο οι δημόσιοι υπάλληλοι”, δίνοντας ως μοναδικό νούμερο τις 768.009 της απογραφής. Για οικονομική εφημερίδα, δεν τα πάει και πολύ καλά με τα μαθηματικά.
Η ψευδαίσθηση αυτή ανατράπηκε πρώτα απ’ όλους από τον Ιό της Κυριακής που πριν από σχεδόν δύο χρόνια καταπιάστηκε με το θέμα και τις προσπάθειες των καλοθελητών να στριμώξουν στον αριθμό αυτό όσο περισσότερους εργαζομένους, ακόμα και αυτούς που δεν χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Χωρίς να χρειάζεται να επαναλάβω ολόκληρο το άρθρο εδώ, αναφέρω απλά ότι ο αριθμός των δημόσιων υπαλλήλων που είχε εκτιμηθεί γύρω στις 760.000 στον προϋπολογισμό του 2009, επιβεβαιώθηκε ουσιαστικά από την απογραφή.
Από τότε το θέμα αναλύθηκε πολλάκις, κυρίως σε μπλογκς, όπου χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από διάφορες πηγές, όπως ο ΟΟΣΑ και ο ΔΟΕ, όπου εμφανίζεται ο αριθμός των εργαζόμενων στο δημόσιο να ήταν 392 χιλιάδες το 2008 και στο “ευρύτερο δημόσιο” 629 χιλιάδες. Με το πρώτο νούμερο, το ποσοστό των δημοσίων υπαλλήλων επί του συνόλου των εργαζομένων βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις παγκοσμίως (δηλαδή είναι εξαιρετικά μικρό). Με το δεύτερο, το ποσοστό των απασχολούμενων στον “ευρύτερο δημόσιο τομέα” είναι ελαφρά μικρότερο από το αντίστοιχο της Ολλανδίας και αρκετά μικρότερο από αυτό της Γαλλίας και της Φινλανδίας. Όπως και να το δει κανείς, το δημόσιο δεν είναι υπερμεγέθες ως ποσοστό της συνολικής εργασίας, παρότι το συνολικό νούμερο που προκύπτει (392.000 + 629.000 = 1.021.000) “επιβεβαιώνει” τις εικασίες για ένα εκατομμύριο εργαζόμενους. Ωστόσο, η απόκλιση αυτών των στοιχείων από τα αποτελέσματα της απογραφής είναι τέτοια που αναρωτιέται κάποιος από πού προκύπτει η διαφορά. Η απάντηση δεν μπορεί να είναι άλλη από το τι θεωρεί ο καθένας “στενό” και “ευρύτερο” δημόσιο τομέα. Χωρίς αμφιβολία, ο ΟΟΣΑ και ο ΔΟΕ συμπεριλαμβάνουν στη δεύτερη κατηγορία και πολλούς που δεν πληρώνονται καν από τον κρατικό προϋπολογισμό, όπως εργαζόμενους στις ΔΕΚΟ που έχουν τα δικά τους έσοδα (ευτυχώς δεν συμπεριέλαβαν π.χ. το προσωπικό των εργοληπτών δημοσίων έργων ή τους ενοικιαστές δημοσίων κτηρίων, παρότι κι αυτοί κάποια σχέση με το δημόσιο έχουν). Όταν το ζήτημα είναι πώς συνδέονται οι δημόσιοι υπάλληλοι με τη δημοσιονομική κρίση της χώρας, δεν φαίνεται σωστό να συμπεριλαμβάνουμε αυτούς που δεν επιβαρύνουν τα δημοσιονομικά. Η εκτίμηση της απογραφής δείχνει να είναι πιο κοντά σε αυτό που θα όριζε κανείς ως “δημόσιοι υπάλληλοι”.
Παρότι, λοιπόν, ακόμη και ο “χουβαρντάδικος” υπολογισμός του ενός εκατομμυρίου δεν είναι αρκετός για να δαιμονοποιήσει τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων, το αποτέλεσμα της απογραφής του 2010 είναι συμβατό ακόμη και με την πρόσφατη αναφορά της Τρόικα, η οποία κατηγορεί την προηγούμενη κυβέρνηση ότι κατά τη διάρκεια του 2011 δεν μείωσε αρκετά τους 692.301 δημόσιους υπάλληλους του 2010. Φαίνεται ότι, ακόμη και για τα δεδομένα της Τρόικα, η εκτίμηση της απογραφής για 760.000 υπαλλήλους το 2010 ήταν ιδιαίτερα γενναιόδωρη. Αυτό, βέβαια δεν απέτρεψε το Βήμα να βλέπει “το σύνολο των αμειβομένων από το Δημόσιο, τους ΟΤΑ, τους ένστολους να αυξάνεται χρόνο με τον χρόνο αντί να μειώνεται και να υπερβαίνει σταθερά το 1.130.000 άτομα”. Το τελευταίο νούμερο, με τη διατύπωση που επιλέχθηκε, προφανώς στοχεύει στην παραπλάνηση του απρόσεκτου αναγνώστη που θα το συνδυάσει με το 1.1εκ δημοσίων υπαλλήλων που φημολογούνταν εξ αρχής. Αλλά η παραδοχή πίσω από τα “1.130.000 άτομα” είναι ότι ο αριθμός αυτός αφορά στο “σύνολο των αμειβομένων από το Δημόσιο”, όπου προφανώς συμπεριλαμβάνονται (μαζί με τις 692.301 της αναφοράς) και οι 431.000 συνταξιούχοι που (χωρίς να αναφέρονται από την Τρόικα) η εφημερίδα δηλώνει ότι υπήρχαν (από 403.033 στο τέλους του 2010). Εδώ έχουμε άλλη μία περίπτωση δημιουργικού “μαγειρέματος”:
•692.000 είναι ο αριθμός των εργαζομένων στο τέλος του 2010 (τις 668.035 του τέλους του 2011 που παραθέτει η αναφορά ούτε καν τις αναφέρει το Βήμα), ενώ ο αριθμός των 431.000 συνταξιούχων αφορά στις “15 Μαΐου 2012”.
•Ο συνολικός αριθμός εργαζομένων και συνταξιούχων για το τέλος του 2010 είναι περίπου 1095 χιλιάδες. Για το τέλος του 2011 δεν έχουμε τον αριθμό των συνταξιούχων για να προσθέσουμε, αλλά ακόμη κι αν χρησιμοποιήσουμε το ετεροχρονισμένο νούμερο του Μαΐου 2012 (που είναι σίγουρα μεγαλύτερο), το σύνολο προκύπτει 1099 χιλιάδες. Κάτι λείπει μέχρι το 1.130.000.
•Η αύξηση στον αριθμό των “αμειβομένων από το Δημόσιο” (που μάλλον δεν υφίσταται, αφού ο αριθμός των συνταξιούχων στο τέλος του 2011 είναι σίγουρα μικρότερος από αυτόν του Μαΐου 2012) δεν συνεπάγεται αύξηση των εξόδων, αφού οι 40.025 που “απομακρύνθηκαν από το Δημόσιο” (σύμφωνα με το Βήμα) προφανώς παίρνουν μικρότερη σύνταξη από τον τελευταίο μισθό τους και οι περισσότεροι από τους 16.711 που (σύμφωνα και με το Βήμα και με την αναφορά της Τρόικα) προσλήφθηκαν προφανώς ξεκίνησαν με τον κατώτερο μισθό (εισόδου).
•Δεδομένου ότι το σχέδιο της Τρόικα φαίνεται να προέβλεπε απλά συνταξιοδοτήσεις (και όχι απολύσεις) και μειωμένες προσλήψεις, ο συνολικός αριθμός των “αμειβομένων από το Δημόσιο” είναι λογικό να αυξάνεται (λόγω των, έστω και περιορισμένων, προσλήψεων), αφού οι “αποσυρμένοι” εργαζόμενοι απλά “μετακομίζουν” στις τάξεις των συνταξιούχων του δημοσίου, εκτός και αν οι προσλήψεις αντισταθμίζονται από θανάτους παλαιών συνταξιούχων. Ε, λυπόμαστε που δεν πεθάναμε με ρυθμό μεγαλύτερο από αυτό των προσλήψεων.
Τέτοια μαγειρέματα δίνουν νέο νόημα στον όρο “Ελληνικά στατιστικά”. Και ενώ το θέμα του μεγέθους του ελληνικού δημοσίου έχει πλέον αποδειχτεί έωλο επιχείρημα, οι φωστήρες νομίζουν ότι ανακάλυψαν το πραγματικό πρόβλημα του δημοσίου στο παρακάτω γράφημα, που υποτίθεται δείχνει ότι “το Ελληνικό δημόσιο είναι αντιπαραγωγικό και ανορθολογικά δομημένο”.
Η λεζάντα για τον κάθετο άξονα εξηγεί ότι αντιστοιχεί σε “Δημόσια Δαπάνη % του ΑΕΠ, 2009” που “περιλαμβάνει δημόσια δαπάνη σε τελικά αγαθά και υπηρεσίες, κοινωνικά επιδόματα, μεταφορές κεφαλαίων (εξαιρούνται οι πληρωμές για τόκους)”. Είδαμε ότι, το 2009, τα έξοδα του κράτους ήταν 52,8% του ΑΕΠ. Υπολογίζω, από τα στοιχεία του Δ.Ν.Τ., ότι οι πληρωμές για τόκους το 2009 ήταν 5,1% του ΑΕΠ (15,6% συνολικό έλλειμμα - 10,5% πρωτογενές έλλειμμα). Κατά συνέπεια, τα έξοδα μείον τόκους ήταν 47,7% του ΑΕΠ. Στο γράφημα, η Ελλάδα τοποθετείται σε σχέση με τον κάθετο άξονα ακριβώς στο 48%, δηλαδή λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των πρωτογενών δαπανών, άσχετα με το εάν μόνο ένα μέρος από αυτές αντιστοιχεί σε μισθούς δημοσίων υπαλλήλων. Αντίθετα, αυτό το 48% περιλαμβάνει και τις δαπάνες εξοπλισμών, και τις ζίμες της Μίζενς, τις ανακεφαλαιώσεις τραπεζών και οτιδήποτε άλλο φόρτωσαν στα έξοδα του 2009, ειδικά μετά από τον λογιστικό έλεγχο που παρήγγειλε ο Γιωργάκης. Είναι προφανές ότι το μέγεθος αυτό (τα συνολικά πρωτογενή έξοδα) δεν είναι κατάλληλο για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με το κόστος των δημοσίων υπαλλήλων. Πιο σχετικό φαίνεται να είναι το ποσοστό που αναφέρεται σε άρθρο της Ελευθεροτυπίας, η οποία αναπαράγει δημοσίευμα της γαλλικής εφημερίδας “Λε Μοντ”, σύμφωνα με το οποίο το κράτος κοστίζει στην Ελλάδα “17,3% του ΑΕΠ, στη Γερμανία 19,9%, στη Γαλλία 24%, στη Βρετανία 23,7%, στην ευρωζώνη 21,8%”.
Τον οριζόντιο άξονα δεν ήξερα πώς να τον ερμηνεύσω. Παραπέμπει σε μία “Μελέτη του WEF για την Παγκόσμια Ανταγωνιστικότητα 2010-2011” και φαίνεται να αντιπροσωπεύει κάποιο αύξοντα αριθμό κατάταξης “σχετικά με τα αποτελέσματα του δημόσιου τομέα”, συγκεκριμένα το 67 για την Ελλάδα. Ανατρέχοντας στη μελέτη και αναζητώντας τα στοιχεία για την Ελλάδα (σελ. 168-169), η μόνη κατάταξη στην 67η θέση είναι στην κατηγορία “βασικές προϋποθέσεις”, όπου περιλαμβάνονται “θεσμοί”, “υποδομές”, “μακροοικονομικό περιβάλλον” και “υγεία και πρωτοβάθμια εκπαίδευση”. Ο κύριος παράγοντας υποβάθμισης της Ελλάδας στην εν λόγω κατηγορία είναι ο τρίτος (123η από 139 χώρες), φυσικά λόγω της οικονομικής δίνης στην οποία βρέθηκε η ελληνική οικονομία. Στον πρώτο παράγοντα, όπου περιλαμβάνονται (ανάμεσα σε πολλές άλλες κατηγορίες) διαφθορά, τήρηση δημοσίων συμβολαίων, αδιαφάνεια, γραφειοκρατεία, εμπιστοσύνη στους πολιτικούς κλπ, έχουμε επίσης χαμηλή κατάταξη (84η από 139), κάτι που είναι επίσης λογικό, εφόσον αυτές είναι οι γνωστές παθογένειες της χώρας μας. Στους άλλους δύο παράγοντες έχουμε καλή σχετικά βαθμολογία, συγκρίσιμη με τα άλλα “γουρουνάκια”. Αλλά πώς σχετίζονται όλα αυτά με την αποτελεσματικότητα των δημοσίων υπαλλήλων; Πολύ λίγο. Σίγουρα το πώς και πόσο εργάζονται οι δημόσιοι υπάλληλοι έχει αντίκτυπο σε αυτούς τους παράγοντες (όπως και σε πολλούς άλλους). Αλλά, όπως δηλώνει το WEF (σ. 4), οι βαθμολογίες που δίνονται (και που ακόμα δεν έχω καταλάβει με ποια αντικειμενικά κριτήρια υπολογίζονται) αποσκοπούν στην εκτίμηση της ανταγωνιστικότητας της χώρας (“Ορίζουμε την ανταγωνιστικότητα ως το σύνολο των θεσμών, πολιτικών και παραγόντων που καθορίζουν το επίπεδο παραγωγικότητας μίας χώρας”) και όχι αποκλειστικά των δημοσίων υπαλλήλων της. Ακόμα και ο δείκτης (“Βασικές προϋποθέσεις”) που χρησιμοποιεί η McKinsey ως “αποτελέσματα του δημόσιου τομέα” (δηλαδή ως οριζόντιο άξονα στο γράφημα), όπου περιλαμβάνονται οι τέσσερις προαναφερθέντες παράγοντες, αφορά τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα (π.χ., σχετικά με τους θεσμούς αναφέρει ότι “οι ιδιωτικοί θεσμοί είναι ένα επίσης σημαντικό στοιχείο στη διαδικασία παραγωγής πλούτου”). Είναι, λοιπόν προφανές, ότι ο δείκτης που χρησιμοποιείται όχι μόνο δεν αντιστοιχεί σε κάποια “επίδοση” των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά ούτε καν του δημοσίου τομέα.
Εφόσον ο κάθετος άξονας δεν αντιστοιχεί στα έξοδα για δημοσίους υπαλλήλους και ο οριζόντιος δεν αντιστοιχεί στην επίδοση των δημόσιων υπαλλήλων, το συμπέρασμα ότι το γράφημα αποδεικνύει την “έλλειψη παραγωγικότητας” των δημοσίων υπαλλήλων είναι αβάσιμο. Ούτε γενικά για τον δημόσιο τομέα μπορεί να εξαχθεί κάποιο συμπέρασμα, αφού στον κάθετο άξονα συμπεριλαμβάνεται το σύνολο του προϋπολογισμού του κράτους, που δεν διατίθεται αποκλειστικά για τη λειτουργία του “δημοσίου”, ενώ στον οριζόντιο αξιολογείται η χώρα (π.χ. η οικονομική της κατάσταση και προοπτικές) και όχι αποκλειστικά το “δημόσιο”. Με λίγα λόγια, το γράφημα είναι ακατάλληλο για την εξαγωγή συμπερασμάτων.
Αλλά ενδιαφέρον έχει και ο τρόπος με τον οποίο η McKinsey προσπαθεί να παρουσιάσει τα (λάθος επιλεγμένα) δεδομένα. Στον οριζόντιο άξονα, χρησιμοποιέιται η θέση της κάθε χώρας στην κατάταξη του WEF για τον επιλεγμένο δείκτη (“βασικές προϋποθέσεις”) και όχι η απόλυτη τιμή του δείκτη (βαθμολογία), όπως θα ήταν το λογικό. Έτσι, ενώ η διαφορά της Ελλάδας από π.χ. την Ιταλία σε θέσεις κατάταξης (67-46=21) είναι περίπου η μισή (λόγος 1:2) από αυτή της Ιταλίας από τη Γερμανία (46-6=40), ο λόγος της διαφοράς σε επίπεδο βαθμολογίας είναι σχεδόν 1:4 (4,8-4,5=0,3 με 5,9-4,8=1,1), με αποτέλεσμα η Ελλάδα να εμφανίζεται πιο απομονωμένη από τα υπόλοιπα γουρουνάκια, δηλαδή μια εξαιρετικά προβληματική περίπτωση. Αλλά το πιο χαρακτηριστικό “μαγείρεμα” της McKinsey είναι ότι απ’ όλες τις χρονιές επιλέγει αυτήν με τα πιο προβληματικά στοιχεία, δηλαδή το 2009 που είναι η μόνη χρονιά με έξοδα πάνω από 50%. Εάν είχε επιλέξει το 2010, που είναι και η χρονιά που χρησιμοποιείται στον οριζόντιο άξονα (!) και κατά την οποία τα πρωτογενή έξοδα ήταν στο 44,2% του ΑΕΠ, η θέση της Ελλάδας στον κάθετο άξονα θα ήταν χαμηλότερη ακόμη και από της Γερμανίας! Η επιλογή διαφορετικής χρονιάς σε κάθε έναν από τους δύο άξονες είναι τουλάχιστον ύποπτη.
Η προσπάθεια να παρουσιάσουν το ελληνικό δημόσιο πολύ χειρότερο απ’ ό,τι είναι ξεπερνά τα όρια του αποδεκτού. Δεν είναι καν αστείο σαν παραμύθι.
Εφόσον οι παράμετροι που χρησιμοποιούνται στο γράφημα της McKinsey δεν έχουν και πολλή σχέση με το μέγεθος που θέλουμε να μελετήσουμε, προτείνω να χρησιμοποιηθεί στη θέση του το παρακάτω γράφημα.
Μόναχο, 12 Ιουλίου 2012
Άγγελος Κανλής
Πέμπτη, 12 Ιουλίου 2012
Personae non gratae