Αλληγορική Οικονομία
Αλληγορική Οικονομία
Σε μία επικοινωνία μας, ο αδερφός μου αναφέρθηκε στον γνωστό μύθο του τζίτζικα και του μέρμηγκα:
"Δούλευε το μυρμήγκι, ήταν νοικοκύρης, έκανε μια χαρά τις προετοιμασίες του για το χειμώνα κτλ, ενώ ο τζίτζικας ζούσε άσωτα (περίπου όπως καταλογίζεται στην Ελλάδα), με αποτέλεσμα όταν ήρθαν οι δυσκολίες, να ζήσει τελικά από τη συμπόνια του μυρμηγκιού, κτλ. Ωραία ως εδώ, και αυτή την ηθική προσπαθούν να περάσουν σαν το λογικό επιχείρημα και στην κρίση χρέους στην Ευρώπη, εμάς, κτλ. Κανένα πρόβλημα!!"
Σ' αυτό αντιδιέστειλε τη διαπίστωση:
"Εμείς χρωστάμε 300-400 δις. Η Ιταλία χρωστάει [...] Η Γερμανία, και αυτή χρωστάει! Και η Γαλλία, και η Αγγλία! [...] Και η Αμερική χρωστάει πολλά. [...] Η Ρωσία με το χρυσό που έχει πρέπει να είναι ίσα-ίσα [...] Η Κίνα, άντε να έχει 1-2 τρις πλεονάσμα, δεν έχει παραπάνω."
Και η εύλογη απορία είναι:
"Όλοι μαζί δηλαδή χρωστάμε! Σε ποιον και τι χρωστάμε τελικά? Ποιος δούλεψε σαν το μυρμήγκι για να έχει να μας δανείσει από τα αγαθά που έβγαλε με τον κόπο του, και θα πρέπει σύμφωνα με την ηθική που γράφω παραπάνω να του το επιστρέψουμε, και να μας υποδείξει πώς θα πρέπει να ζήσουμε, πόσο θα πρέπει να ζοριστούμε, κτλ?"
Με αφορμή αυτές τις παρατηρήσεις, επιχειρώ να δώσω τις σχετικές απαντήσεις όπως τις καταλαβαίνω εγώ, μέσα από τις πληροφορίες με τις οποίες έχουμε βομβαρδιστεί τα τελευταία δυόμισι χρόνια. Φυσικά, ενδέχεται κάπου να σφάλλω, οπότε θα εκτιμούσα οποιοδήποτε σχόλιο.
Χρωστάμε της Μέρκελ ή της... Μιχαλούς;
Το ερώτημα "αν χρωστάμε όλοι, σε ποιον χρωστάμε;" είναι παραπλανητικό. Η βάση της παρανόησης είναι η σύγχυση μεταξύ του κράτους σαν έννοια και του κράτους σαν οντότητα. Το δεύτερο αναφέρεται αποκλειστικά στη διοίκηση (κυβέρνηση) και ό,τι αυτή έχει υπό τον έλεγχό της (συνοριακή επικράτεια, δημόσια περιουσία, δημόσιοι υπάλληλοι, κοινωνικές παροχές, κλπ), ενώ το πρώτο αναφέρεται σε ό,τι έχει σχέση με ένα συγκεκριμένο κράτος (πολίτες, επιχειρήσεις, διοίκηση) και περιλαμβάνει το δεύτερο. Το συμπέρασμα ότι "όλοι χρωστάμε", όπως στοιχειοθετήθηκε παραπάνω υπονοεί, όχι τα άτομα, αλλά τις κυβερνήσεις και τους ισολογισμούς τους. Ωστόσο, με εξαίρεση τις πρόσφατες δανειακές συνθήκες των πακέτων διάσωσης, οι κυβερνήσεις δεν δανείζονται (απευθείας) η μία από την άλλη. Δανείζονται, κυρίως μέσω ομολόγων στην περίπτωση τουλάχιστον των Ευρωπαϊκών χωρών, από ΙΔΙΩΤΕΣ, δηλαδή τράπεζες, επενδυτικούς ομίλους/οργανισμούς και (σε περιορισμένο βαθμό) άτομα. Το πρόσφατο παράδειγμα του PSI+, όπου φάνηκε η συμμετοχή των ιδιωτών στο χρέος, αποκάλυψε ότι το μισό περίπου ιδιωτικό χρέος της Ελλάδας το κατείχαν ελληνικές τράπεζες και ασφαλιστικά ταμεία. Δηλαδή τα μισά ιδιωτικά χρέη η "Ελλάδα" (=ελληνική κυβέρνηση) τα χρωστούσε στην "Ελλάδα" (=ελληνικούς οργανισμούς). Πολλά από τα υπόλοιπα τα χρωστούσε σε ξένες τράπεζες, πρωτίστως Γαλλικές και Γερμανικές, αλλά όχι στην "Γαλλία" και τη "Γερμανία".
Η στοίβα με τα σποράκια
Όσον αφορά στο ερώτημα "πού βρήκαν τα λεφτά αυτοί που μας δάνεισαν;", η απλή απάντηση είναι ότι τα λεφτά που δανειστήκαμε προέρχονται βασικά από "οικονομίες". Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι αποτέλεσμα πολύκοπης εργασίας ούτε ότι είναι χρήματα που έβαλαν στην άκρη για να τα χρησιμοποιήσουν αργότερα, όπως έκανε το μυρμήγκι με τα σποράκια του που τα μάζευε για το χειμώνα. Κάποια από τα χρήματα προέρχονται από σκληρή δουλειά, κάποια από άνιση (σε σχέση με την ποσότητα δουλειάς) αμοιβή, κάποια από απάτη (π.χ., διαφθορά ή φοροδιαφυγή), κάποια από εκμετάλλευση (π.χ., διακίνηση ναρκωτικών, όπλων ή λευκής σαρκός) και κάποια (όπως θα δούμε παρακάτω) από... παρθενογέννεση. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο δημιουργήθηκε ένα συσσωρευμένο κεφάλαιο, το οποίο είναι και η βάση του δανεισμού.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η προέλευση του κεφαλαίου που διαθέτουν οι τράπεζες προς δανεισμό. Υπάρχει η αντίληψη ότι αυτές δανείζουν κάποια από τα χρήματα των καταθετών τους, στους οποίους δίνουν και (σχετικά περιορισμένο) τόκο, δηλαδή μέρος των κερδών. Δεν είμαι σίγουρος κατά πόσον αυτό ισχύει, τουλάχιστον για τις τράπεζες των ευρωπαϊκών χωρών και γενικά του υπαρκτού καπιταλισμού. Οι τράπεζες, που είναι (σχεδόν) όλες ιδιωτικές, είναι κανονικές εταιρίες με μετόχους και ίδια (=ί-δι-α) κεφάλαια, που έχουν ως ρόλο τη διαχείριση και διακίνηση του χρήματος. Τα χρήματα των καταθέσεων δεν είναι μέρος των κεφαλαίων της τράπεζας (αλλιώς όλοι οι καταθέτες θα ήταν και μέτοχοι), ώστε να μπορούν να τα διαθέσουν όπως νομίζουν (δηλαδή σε δάνεια). Ωστόσο, οι καταθέσεις (μαζί με τα ίδια κεφάλαια και περιουσιακά στοιχεία της τράπεζας) χρησιμοποιούνται ως βάση για τον καθορισμό του ύψους των δανείων που μπορεί να δώσει η τράπεζα.
Ο τρόπος με τον οποίο κερδίζουν το "ψωμί τους" οι παραδοσιακές τράπεζες είναι μέσω των τόκων των δανείων που παρέχουν σε άτομα, επιχειρήσεις ή κυβερνήσεις. Τα δάνεια, βέβαια, δεν προέρχονται απ' ευθείας από τα κεφαλαιακά τους αποθέματα αλλά με κάποιον αρκετά πολύπλοκο τρόπο, υπολογίζονται ως παθητικό στον ισολογισμό τους που πρέπει να ισοσκελιστεί μέσω εισροών, όπως δάνεια από άλλες τράπεζες (ανάμεσα στις οποίες είναι και η Κεντρική Τράπεζα), κλπ. Κάποια από τα κεφάλαια που διακινούνται μεταξύ των τραπεζών είναι ανακυκλωμένο χρήμα, αλλά υπάρχει και ένα (μικρό;) ποσοστό που δημιουργείται από το μηδέν, δηλαδή "τυπώνεται" (βασικά, αυτό είναι δουλειά της Κεντρικής). Με άλλα λόγια, οι τράπεζες δεν έχουν "παράξει" το χρήμα που δανείζουν, απλά έχουν μονοπωλιακή πρόσβαση σ' αυτό και (περιορισμένο;) δικαίωμα να το δημιουργήσουν. Τα υπερβολικά τους κέρδη δεν είναι αποτέλεσμα "αγαθών που έβγαλαν με τον κόπο τους", αλλά η (δυσανάλογη;) αμοιβή τους για την υπηρεσία που προσφέρουν να υποστηρίζουν το σύστημα παραγωγής χρήματος.
Ουσιαστικά, στις τράπεζες έχει παρασχεθεί το δικαίωμα να δανείζουν χρήματα, που μπορεί να μην υπάρχουν, και να εισπράττουν τόκους, που αντιστοιχούν σε χρήματα που δεν υπάρχουν. Οι δανειζόμενοι έχουν υποχρέωση να δώσουν υπόσταση στα εικονικά αυτά χρήματα με τη δουλειά ή την περιουσία τους (βλέπε "Το Χρήμα ως Χρέος").
Τα σποράκια αυγατίζουν
Έχω την άποψη ότι το ερώτημα "πού βρήκαν τα λεφτά αυτοί που μας δάνεισαν;", είναι άσχετο με την παρούσα κατάσταση και πιο σχετικό είναι το "πώς και γιατί μας τα δάνεισαν;".
Ο πιο δύσκολος ρόλος του τραπεζικού συστήματος είναι να ελέγχει το ποσό του δημιουργούμενου εικονικού χρήματος και την ανακύκλωσή του. Θεωρητικά, εάν τα δάνεια που δίνουν είναι λογικά, δηλαδή εάν αυτός που τα παίρνει έχει πράγματι τη δυνατότητα να τα αποπληρώσει και έτσι να δώσει υπόσταση στο ανακυκλούμενο ή δημιουργούμενο χρήμα, όλα πάνε ρολόι και η δημιουργία του χρήματος ήταν δικαιολογημένη. Εάν κάποιος δεν αποπληρώσει το δάνειό του και δεν υπάρχει η δυνατότητα κατάσχεσης περιουσίας ίσης αξίας, τότε ουσιαστικά έχει καταστραφεί χρήμα ίσο με το ύψος του δανείου που δεν αποπληρώθηκε και δημιουργείται μία οικονομική τρύπα. Μία υπεύθυνη τράπεζα δεν θα δίνει δάνεια που έχουν μικρή πιθανότητα να αποπληρωθούν. Από την άλλη, μία τράπεζα είναι ένας κερδοσκοπικός οργανισμός, που (όπως είναι λογικό) έχει σκοπό τη μεγιστοποίηση των κερδών της, τα οποία προέρχονται από τόκους. Έτσι, μία τράπεζα που θέλει να μεγιστοποιήσει τα κέρδη ίσως προτιμήσει να δώσει περισσότερα δάνεια με υψηλό επιτόκιο. Αλλά, δεδομένου ότι το επιτόκιο που χρεώνουν οι τράπεζες για τα δάνεια είναι αντιστρόφως ανάλογο με την αξιοπιστία του δανειολήπτη (ώστε, με πιθανοτικούς όρους, να αντισταθμίζεται η απώλεια μέρους των λιγότερο σίγουρων δανείων από το αυξημένο κέρδος από τόκους), αυτό σημαίνει περισσότερα επισφαλή δάνεια.
Ένα σωστό τραπεζικό σύστημα θα έπρεπε να βρει μία ισορροπία μεταξύ "καλών" και "κακών" δανείων ή αλλιώς μεταξύ ρίσκου και μεγιστοποίησης του κέρδους. Ε, αυτό ακριβώς είναι που δεν έκανε ο τραπεζικός τομέας όλα αυτά τα χρόνια, με αποκορύφωμα τη δεκαετία του ευρώ. Δώσανε αβέρτα δάνεια σε αφερέγγυους δανειολήπτες, με αποτέλεσμα να εκτεθούν πολύ και τώρα να τρέχουν να κλείσουν τρύπες που δεν κλείνονται.
Κάπως ανάλογα έδρασαν και οι υπόλοιποι "επενδυτές", που είναι οι κεφαλαιούχοι, δηλαδή άτομα ή εταιρίες που βρέθηκαν με χρήματα στις τσέπες τους (ή μάλλον στους λογαριασμούς τους) και δεν ξέρουν τι να τα κάνουν. Είναι άσχετο το πώς κατέληξαν με τα χρήματα, αν δηλαδή δούλεψαν, τα κλέψανε ή τα δημιουργήσανε. Εάν δεν τα βάλουν στην τράπεζα, πρέπει να τα "επενδύσουν", ώστε να αυγατίσουν (γιατί, ως γνωστό, χρήμα που "κάθεται" χάνει την αξία του ή, όπως μου είπε ένας σύμβουλος επενδύσεων της τράπεζάς μου, "εάν δεν επενδύσεις εσύ τα λεφτά σου, θα τα πάρει η τράπεζα και θα τα επενδύσει αυτή!"). Οι επενδύσεις που έχει συνήθως ο κοινός κόσμος στο μυαλό του είναι η συμμετοχή σε "αναπτυξιακά έργα", π.χ., δίνω τα χρήματά μου σε μία πολλά υποσχόμενη εταιρεία και μου δίνει μέρος από τα κέρδη της (ουσιαστικά μετοχοποίηση του κεφαλαίου). Αυτό το είδος επενδύσεων έχει φυσικά ρίσκο: κανείς δεν εγγυάται ότι η πολλά υποσχόμενη εταιρεία θα έχει κέρδη. Αντίθετα, υπάρχει πιθανότητα να χρειαστεί να συμμετέχω στις ζημιές της (το ίδιο ισχύει και όσον αφορά σε "επενδύσεις" στο... παράλληλο σύμπαν του χρηματιστηρίου, όπου η αξία της -συμ-μετοχής μου εξαρτάται κυρίως από την προθυμία άλλων... ομοιοπαθούντων να την αναγνωρίσουν, κάτι σαν την επένδυση σε έργα τέχνης). Αντί γι' αυτό, διαθέτουν τα χρήματά τους για δανεισμό, ο οποίος φαντάζει πιο ασφαλής, εφόσον εμπεριέχει τη σταθερή απόδοση τόκων και όχι τη συμμετοχή σε μη-εγγυημένα κέρδη. Ο συνηθισμένος τρόπος συμμετοχής στο δανεισμό είναι με την αγορά κρατικών ομολόγων ή οικονομικών παραγώγων (derivatives), όπου τσουβαλιάζονται ιδιωτικά δάνεια (κυρίως στεγαστικά).
Η λογική των "επενδυτών" είναι ουσιαστικά η ίδια με αυτή των τραπεζών, δηλαδή διαθέτω ένα δάνειο (που το βαφτίζω "επένδυση") και εισπράττω ως κέρδος τους τόκους, που είναι χρήματα για τα οποία ποτέ δεν δούλεψα εγώ, αλλά κάποιος άλλος. Το κοινό σημείο και των δύο κατηγοριών δανειστών είναι ο πλουτισμός μέσω εικονικού χρήματος (τόκοι και στις δύο περιπτώσεις ή και "τυπωμένο" χρήμα στην πρώτη), το οποίο θα μπορούσε να πάρει υπόσταση μόνο από την εργασία ή την περιουσία των δανειζομένων (παροχή υπηρεσιών ή/και προϊόντα).
... αλλά και σαπίζουν και τυμπανίζονται
Με τη διοχέτευση όλο και περισσότερου κεφαλαίου στο δανεισμό, το σύστημα αναζητούσε απεγνωσμένα νέους αποδέκτες δανείων και άρχισε ο ανεύθυνος δανεισμός, όπου δημιουργήθηκε τεχνητή ανάγκη για δάνεια, δηλαδή φούσκες. Οι πιο χαρακτηριστικές είναι οι φούσκες ακινήτων. Οι δανειολήπτες, οπλισμένοι με το άφθονο χρήμα που τους παρέχουν οι τράπεζες για το σκοπό αυτό, σπεύδουν να αγοράσουν ακίνητα που είναι "η πιο σίγουρη επένδυση, αφού δεν χάνουν ποτέ την αξία τους". Ως αποτέλεσμα της αυξημένης ζήτησης, οι τιμές των ακινήτων ανεβαίνουν και αυτό παρακινεί περισσότερους αφερέγγυους δανειολήπτες να αγοράσουν, αφού, ακόμη και να μην μπορέσουν να ξεπληρώσουν το δάνειο, θα πουλήσουν το σπίτι, του οποίου η αξία θα έχει ανεβεί, και θα βγάλουν και κέρδος (χαρακτηριστικό παράδειγμα που είδα σε ένα ντοκυμαντέρ, η περίπτωση μιας Ιρλανδής εργαζόμενης που είχε δάνειο €500000 για το σπίτι της και πήρε νέο δάνειο €800000 για δεύτερο σπίτι, γιατί όλοι της έλεγαν ότι ένα σπίτι είναι ακριβό μόνο όταν το αγοράζεις, ενώ μετά η αξία του ανεβαίνει αμέσως και μπορείς να το πουλήσεις ακριβότερα). Αυτή όμως είναι μία (νόμιμη) πυραμίδα (κάτι που θυμίζει τη δική μας φούσκα του χρηματιστηρίου), επειδή θα πρέπει να βρεθεί κάποιος για να του πουλήσουν το σπίτι, και όταν δεν θα υπάρχει πλέον φερέγγυος δανειολήπτης, είτε θα το αγοράσει κάποιος πιο αφερέγγυος που θα έχει πάρει δάνειο από την τράπεζα είτε δεν θα βρεθεί αγοραστής και θα μείνουν με το σπίτι αμανάτι. Όταν κορεστεί η αγορά, η ζήτηση πέφτει απότομα και μαζί της και οι τιμές. Οι αφερέγγυοι που δεν θα μπορούν να ξεπληρώσουν το δάνειο θα χάσουν το σπίτι που είχαν σε υποθήκη και οι τράπεζες που έδωσαν τα δάνεια θα βρεθούν να κατέχουν σπίτια που έχουν πολύ μικρότερη αξία από τα απλήρωτα δάνεια που έδωσαν. Αυτή ήταν η φύση της κρίσης του 2008 στην Αμερική ("subprimes"), καθώς και της κρίσης σε Ιρλανδία και Ισπανία.
Ένα άλλο είδος φούσκας ήταν η αγορά ομολόγων κρατών της Ευρωζώνης, για τα οποία υπήρχε η ψευδαίσθηση ότι είναι σίγουρα, αφού είναι εγγυημένα από τις ισχυρές οικονομίες της Ευρωζώνης. Οι τράπεζες και οι επενδυτές, θεωρώντας όλα τα ομόλογα (σχεδόν) το ίδιο σίγουρα, επένδυαν κυρίως σε αυτά των πιο "αδύναμων" οικονομιών, επειδή είχαν το μεγαλύτερο επιτόκιο. Αυτό μέχρι που η αντιμετώπιση του προβλήματος δανεισμού της Ελλάδας στις αρχές του 2010 (αποτέλεσμα της πολύ καλής "διαφήμισης" που μας έκαναν ο πρωθυπουργός μας και οι υπουργοί του) έδειξε σε όλους ότι καμία Ευρωζώνη δεν ήταν πίσω από τα ομόλογα των επιμέρους κρατών και άρχισε η κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Κατά συνέπεια, ο κύριος λόγος που φτάσαμε στην παγκόσμια κρίση το 2008 ήταν ότι, για να μεγιστοποιήσουν το κέρδος και να εξυπηρετήσουν όλο και μεγαλύτερο κεφάλαιο, οι "επενδύσεις" στράφηκαν σε "τοξικά προϊόντα" ιδιωτικού και κρατικού δανεισμού. Οι φούσκες που δημιουργήθηκαν έσκασαν η μία μετά την άλλα (η ιδιωτική τοξική φούσκα της Αμερικής το 2008, η κρατική της Ευρώπης 2 χρόνια αργότερα). Όλοι μας (δανειστές και δανειζόμενοι) πληρώνουμε την καπιταλιστική απληστεία της επιζήτησης πλουτισμού όχι με βάση την εργασία, αλλά το... χρήμα.
Όσο Μαρξιστικό και αν ακούγεται, η αλήθεια είναι ότι χρωστάμε στο αδηφάγο κεφάλαιο, το οποίο, είτε δημιουργήθηκε από παρθενογέννεση, είτε από εργασία, είτε από παράνομη δραστηριότητα, αναζητά την αύξησή του μέσω του δανεισμού. Σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για προμήθειες που έβαλε κάποιος στην άκρη για τους δύσκολους καιρούς και μας τις έδωσε όταν βρεθήκαμε σε δυσκολίες. Δεν πρόκειται δηλαδή για ελεημοσύνη, αλλά για τον τρόπο που αναζητεί η αγορά χρήματος την αύξηση του κεφαλαίου.
Σποροηθική
Στο παραμύθι, ο μέρμηγκας δεν δανείζει στον τζίτζικα, αλλά του χαρίζει, γι’αυτό και ίσως έχει μεγαλύτερο ηθικό δικαίωμα να του υποδείξει τι θα πρέπει να κάνει. Επίσης, είναι πολύ σημαντικό να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει ο μέρμηγκας: τις προμήθειες που βάζει στην άκρη δεν τις κάνει “μασούρια”, δεν είναι αυτοσκοπός του η συσσώρευση σπόρων, αλλά ο σκοπός του είναι τους συσσωρευμένους σπόρους να τους καταναλώσει. Η μυρμηγκοοικονομία βασίζεται σε έναν κύκλο εναλλαγής μεταξύ αποθήκευσης (καλοκαίρι) και κατανάλωσης (χειμώνας). Αυτό δεν ισχύει στην κοσμοθεωρία που έχουν στο μυαλό τους οι υποστηρικτές του πλεονασματικού μοντέλου. Εάν όλοι φρόντιζαν να έχουν πλεονασματικούς ισολογισμούς, τότε το μόνο που θα κατάφερναν θα ήταν να μαζεύουν όλο και μεγαλύτερους σωρούς από “σποράκια”, τα οποία, όντας αχρησιμοποίητα, θα ήταν παντελώς άχρηστα (δηλαδή θα είχαμε μια σπατάλη πόρων). Αυτό που τους δίνει αξία είναι ότι μπορούν να “καταναλωθούν” από άλλους που τους χρειάζονται, με αντάλλαγμα κάτι που χρειάζεται αυτός που τους μάζεψε, π.χ. καμιά σταγόνα νεράκι. Δηλαδή, απαραίτητη προϋπόθεση για να έχει νόημα η αποταμίευση είναι να συνοδεύεται και από ένα διάστημα “ασυδοσίας”.
Τα προβλήματα αρχίζουν όταν η στοίβαξη σπόρων γίνεται αυτοσκοπός. Όταν δηλαδή ο μέρμηγκας έχει ως σκοπό, όχι να διατηρεί ένα μικρό (αυξομειούμενο) πλεονασματικό σπόρων, αλλά την ολοένα μεγαλύτερη αύξηση της στοίβας του και μαζεύει κάθε χρόνο περισσότερα σποράκια απ' ό,τι χρειάζεται. Αν απλά τα κρατάει στη φωλειά του, τότε αυτά αναπόφευκτα θα χαλάσουν. Η λύση στο πρόβλημα αυτό είναι ότι προτιμάει να τα δίνει σε κάποιον άλλο, π.χ. τον τζίτζικα, με την υπόσχεση αυτός να του επιστρέψει αργότερα ίση ή μεγαλύτερη (=τοκιζόμενη) ποσότητα σπόρων ή ισοδύναμη ποσότητα υπηρεσιών (π.χ., να του κουβαλάει νερό για ένα διάστημα). Όσο όμως ο μέρμηγκας δεν έχει ανάγκη τα σποράκια, αλλά βγάζει περισσότερα από όσα χρειάζεται, και οι δύο είναι χαρούμενοι με την τρέχουσα κατάσταση: ο μεν μέρμηγκας είναι ήσυχος ότι γλύτωσε τα μαζεμένα του σποράκια από τη φθορά και θα του τα επιστρέψει στο μέλλον ο τζίτζικας στο ακέραιο, ο δε τζίτζικας γιατί διαπιστώνει ότι δεν χρειάζεται να μαζεύει ο ίδιος σποράκια, αφού μπορεί να τα βρει από τον μέρμηγκα. Κάποια στιγμή, όμως, ο μέρμηγκας διαπιστώνει ότι ο τζίτζικας δεν είναι σε θέση ούτε τα σποράκια που χρειάζεται ο ίδιος να μαζέψει, πολύ δε λιγότερο να του επιστρέψει αυτά που πήρε. Εκεί αρχίζουν τα προβλήματα και για τους δύο.
Το λογικό, στην περίπτωση αυτή, θα ήταν να ξεχάσει ο μέρμηγκας τα σποράκια που έδωσε, να σταματήσει να δίνει άλλα και να ελπίζει ότι ο τζίτζικας κάποτε θα μάθει μαζεύει τα δικά του σποράκια αλλά και κάτι παραπάνω, ώστε να επιστρέψει τους σπόρους που πήρε. Έλα όμως που, για να μάθει ο τζίτζικας να μαζεύει με τους απαιτούμενους ρυθμούς, χρειάζεται εκπαίδευση και οργάνωση, πράγματα που χρειάζονται χρόνο, αλλά και περισσότερα σποράκια για να μπορέσει να επιβιώσει όλον αυτό τον απαιτούμενο χρόνο. Αν του κόψει την παροχή φαγητού ο μέρμηγκας, ο τζίτζικας θα ψοφήσει και μπάι μπάι σποράκια. Επίσης, ο τζίτζικας του έκανε και κάποιες μικροχάρες (π.χ. να του συμμαζεύει τη φωλιά, να του φέρνει νεράκι), από τις οποίες εξαρτάται ο μέρμηγκας και, με ψόφιο τζίτζικα, πρέπει να τις ξεχάσει. Το δίλημμα του μέρμηγκα είναι, λοιπόν, είτε να κόψει τα πάρε δώσε με τον τζίτζικα, οπότε αυτός να ψοφήσει, να χαθούν τα σποράκια και να αναγκαστεί ο ίδιος να κάνει όλες τις δουλειές, είτε να συνεχίσει να του παρέχει σποράκια και να ελπίζει ότι κάποτε θα αλλάξει συμπεριφορά.
Τι διάλεξε ο μέρμηγκας; Κανένα από τα δύο. Ή, μάλλον, το δεύτερο με την προϋπόθεση ο τζίτζικας να γίνει πιο εργατικός και αυτάρκης και να του δίνει σιγά σιγά μέρος των σπόρων που έφαγε. Για το λόγο αυτό, είναι ίσως πρόθυμος να του παράσχει και την κατάλληλη εκπαίδευση και να τον οργανώσει λίγο καλύτερα. Πρέπει να του μάθει (αν δεν το καταλαβαίνει ο ίδιος) πώς να δουλεύει περισσότερο για να μαζέψει σποράκια (αύξηση παραγωγικότητας), πού θα βρει περισσότερα σποράκια και πώς θα τα μεταφέρει πιο γρήγορα (αποτελεσματικότητα), θα πρέπει επίσης να μην ξοδεύει άσκοπα τα σποράκια του, π.χ. σε... τζιτζικίνες για να του κάνουν παρέα (καταπολέμηση σπατάλης). Όλα αυτά θα είναι μέρος μίας συμφωνίας μεταξύ τους ή αλλιώς ένα "ΜΝΗΜΟΝΙΟ".
Ωστόσο, ακόμη και αν δουλέψει αυτό του το σχέδιο, θα έχει επιπτώσεις στον ίδιο. Αν ο τζίτζικας γίνει αυτάρκης και ξεπληρώσει το σποροχρέος του, τα παραπάνω σποράκια που (λόγω της φύσης του ή από χούι) μαζεύει ο μέρμηγκας κάθε χρόνο θα μένουν στη φωλιά του να σαπίζουν. Οπότε θα πρέπει είτε να σταματήσει να μαζεύει περισσότερα σποράκια απ' ό,τι χρειάζεται (μάλλον λιγότερα, γιατί θα παίρνει και από τον τζίτζικα) είτε να βρει καινούριο τζίτζικα για να του φορτώνει τα έξτρα σποράκια και φτου κι απ' την αρχή.
Η λύση που θα τους βγάλει από τη δύσκολη κατάσταση (κρίση), ώστε ούτε ο μέρμηγκας να δουλεύει για να ταΐζει τον τζίτζικα, αλλά ούτε και να καταστραφούν και οι δύο (ο μεν γιατί δεν θα έχει κάποιον να τον βοηθάει με τις δουλειές που δεν ξέρει καλά, ο δε γιατί θα ψοφήσει), είναι να γίνει ο δεύτερος πιο "μέρμηγκας", αλλά και ο πρώτος πιο "τζίτζικας". Αν το καταλάβουν αυτό και οι δύο, υπάρχει ελπίδα να ισορροπήσει η κατάσταση προς όφελος και των δύο.
Η ανάγκη να συμφωνηθεί ένα σχέδιο δράσης, κυρίως όσον αφορά στην μελλοντική συμπεριφορά του τζίτζικα, δεν προέρχεται, λοιπόν, από κάποια ηθική (ούτε νομική) αιτία, αλλά αποτελεί προϋπόθεση για την έξοδο από μια δύσκολη κατάσταση για την οποία και οι δύο ευθύνονται (ίσως σε λίγο διαφορετικό βαθμό ο καθένας).
Παράλληλα, το σχέδιο δράσης θα πρέπει να είναι και λογικό. Για παράδειγμα, εάν αυτό προβλέπει μείωση της κατανάλωσης σπόρων που χρησιμοποιούνται ως τροφή από τον τζίτζικα, ενδέχεται να μην έχει τα προσδοκόμενα αποτελέσματα, αφού... νηστικό τζιτζίκι δεν μαζεύει. Αντίθετα, εάν προβλέπει διακοπή των πάρε-δώσε με τζιτζικίνες, αυτό θα έχει ως θετικό αποτέλεσμα αφενός την εξοικονόμηση των σπόρων που αυτές έπαιρναν ως αμοιβή και αφετέρου την αύξηση του χρόνου που μπορεί ο τζίτζικας να εργάζεται. Η επιμονή του μέρμηγκα στην πρώτη λύση (μείωση τροφής) θα ήταν απλά μία διαστροφή του που δεν θα ωφελούσε κανέναν από τους δυο.
Η αλληγορία στην πράξη
Στην περίπτωση της κρίσης δανεισμού της Ελλάδας (δηλαδή της ελληνικής κυβέρνησης), κανένας από αυτούς που αγόρασαν τα ομόλογά της δεν έκανε ελεημοσύνη ή εξυπηρέτηση (ίσως με εξαίρεση κάποιους ιδιώτες ομολογιούχους που αγόρασαν ομόλογα από αποκλειστικά ιδεολογικούς λόγους για να βοηθήσουν τη χώρα τους), ώστε να μπορεί να επικαλεστεί ηθική υπεροχή, πολύ περισσότερο για να μπορεί να "υποδείξει πώς θα ζήσουν οι άλλοι, πόσο θα ζοριστούνε" κλπ. Η επένδυση σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου έγινε στα πλαίσια της καπιταλιστικής πρακτικής της διάθεσης κεφαλαίου για δανεισμό, ώστε να μην σαπίζουν τα συσσωρευμένα σποράκια, αλλά και να αυγατίσουν όσο το δυνατόν περισσότερο.
Δεχόμενοι ότι οι αγοραστές ομολόγων είναι οι μέρμηγκες (παρότι σε πολλές περιπτώσεις τα κεφάλαια δεν προήλθαν από εργασία α λα μέρμηγξ) και το ελληνικό κράτος ο τζίτζικας, για την κατάσταση στην οποία βρέθηκε το τελευταίο, βασιζόμενο υπερβολικά σε ξένα σποράκια για να τη "βγάζει", ευθύνονται τόσο οι πρώτοι όσο και το ίδιο. Η ιδιαιτερότητα ήταν ότι οι πρώτοι, όταν διαπίστωσαν το αδιέξοδο, προτίμησαν να παραχωρούν τα σποράκια τους σε άλλους τζίτζικες, ίσως πιο φερέγγυους, και σταμάτησαν να τροφοδοτούν τον παλιό τους πελάτη. Μέχρι εδώ καλά, αλλά ο τζίτζικας αντιμετώπισε πρόβλημα επιβίωσης. Αντί όμως να διαπραγματευτεί με τους μέρμυγκες, όπως θα ήταν το λογικό (αφού αυτοί θα έχαναν τα σποράκια τους σε περίπτωση θανάτου του τζίτζικα, δηλαδή χρεωκοπίας), πήγε και ζήτησε βοήθεια από τους φίλους του τζίτζικες (υπόψιν ότι κανένα από τα άλλα κράτη της Ευρωζώνης δεν είναι αυτάρκες, δηλαδή μέρμηγκας, αλλά όλα δανείζονται για να τροφοδοτήσουν τα ελλείμματά τους). Αυτοί, μαζί με τον τοπικό μερμηγκαρχηγό (ΕΚΤ) καθώς και τον προστάτη της παγκόσμιας μερμηγκιάς (ΔΝΤ), επεξεργάστηκαν ένα σχέδιο πορείας, το οποίο περιελάμβανε παροχή σπόρων από τους σύντροφους τζίτζικες, αλλά και δεσμεύσεις από τον εν λόγω τζίτζικα για συγκεκριμένες αλλαγές στην συμπεριφορά του, ώστε να υπάρξει προοπτική επιστροφής των (νεοδανεισθέντων) σπόρων και ανάκτησης της αξιοπιστίας του.
Αν και δεν είναι η συμβατική συνεννόηση μεταξύ μέρμηγκα (ομολογιούχων) και τζίτζικα (ελληνικού κράτους), η εξέλιξη αυτή φαίνεται πολύ λογική, αφού φαίνεται ότι φίλοι βοηθούν φίλους, αλλά και τους υποδεικνύουν τον σωστό δρόμο. Από την άποψη αυτή, οι υποδείξεις για το "πώς θα πρέπει να ζήσουμε, πόσο θα πρέπει να ζοριστούμε, κτλ" δεν είναι καθαυτές κατακριτέες, αλλά μάλλον απαραίτητες.
Κάποια πράγματα, όμως, ίσως δεν είναι όπως φαίνονται. Καταρχήν, πρέπει να επισημανθεί ότι οι εταίροι-τζίτζικες δεν είναι μέρμυγκες, αφού δεν δίνουν από κάποιο απόθεμα που έχουν κρατήσει στην άκρη (κανείς δεν έχει πλεονάσματα, αλλά όλοι καλύπτουν τις μικρές ή μεγάλες ανάγκες τους από δανεισμό), παρά λειτουργούν ουσιαστικά ως μεσάζοντες σπόρων (δανείζονται με τον δικό του τόκο ο καθένας και μας δανείζουν με άλλο, οι περισσότεροι με μεγαλύτερο, τόκο). Δεν υπάρχει, λοιπόν, στην περίπτωση της φιλικής βοήθειας, κάποια ηθική υποχρέωση απέναντι σε κάποιον μέρμηγκα, αλλά απλά η αυτονόητη αμοιβαία υποχρέωση τζιτζικοφιλίας.
Υπάρχουν, ωστόσο, και άλλες παρεκλίσεις από την παραπάνω απλουστευμένη παρουσίαση της φιλικής βοήθειας:
· Κάποιοι από τους σύντροφους τζίτζικες τα είχαν πολύ καλά με κάποιους μέρμυγκες από τους οποίους εξαρτώνται (για παράδειγμα, οι γερμανικές και γαλλικές τράπεζες που είχαν αγοράσει ελληνικά ομόλογα είναι και οι κύριοι τροφοδότες του γερμανικού και γαλλικού κράτους). Υποστηρίζοντας την διατήρηση του περί ου ο λόγος τζίτζικα στη ζωή, εξασφαλίζουν και την ευημερία των μερμήγκων-τροφοδοτών τους, άρα και την δική τους. Κατά συνέπεια, τα κίνητρά τους μπορεί και να μην είναι και τόσο αλτρουιστικά και ανιδιοτελή.
· Με αφορμή αυτή την κατάσταση, μερικοί από τους σημαντικότερους συντρόφους του τζίτζικα ή τους συνεργάτες τους βρήκαν την ευκαιρία να δοκιμάσουν κάποιες (νεοφιλελεύθερες) ιδέες (ή μάλλον εμμονές) που είχαν στο μυαλό τους και πίεσαν προς αυτή την κατεύθυνση. Έτσι τώρα μαθαίνουν στου... τζιτζίκη το κεφάλι.
· Η πορεία που προδιαγράφτηκε για τον εν λόγω τζίτζικα, είναι το ίδιο παράλογη όσο και ο δραστικός περιορισμός της τροφής του τζίτζικα στο αλληγορικό παράδειγμα, με αποτέλεσμα αυτός να γίνεται λιγότερο αποδοτικός (αφού τα ληφθέντα μέτρα δημιούργησαν σημαντική ύφεση, η οποία μεταφράζεται σε λιγότερη παραγωγή και λιγότερα έσοδα για το κράτος). Την ίδια στιγμή, οι... τζιτζικίνες αλωνίζουν και συνεχίζουν να καταναλώνουν σπόρους με τους ίδιους ρυθμούς.
· Υπάρχει και η περίπτωση σκοπός των επιβαλόμενων προϋποθέσεων να μην είναι να εξασφαλίσουν τα χαμένα σποράκια, αλλά η παραδειγματική τιμωρία του συγκεκριμένου τζίτζικα, ώστε να φανεί (ως προειδοποίηση σε άλλους τζίτζικες) ακριβώς ποιο είδος τζίτζικα είναι ανεπιθύμητο.
Τα παραπάνω ίσως δίνουν μία απάντηση στο ερώτημα γιατί, αντί για μία ορθολογιστική στρατηγική και συνεννόηση, προτιμήθηκε μία αδιέξοδη πορεία και μία τακτική εκφοβισμού. Η τελευταία δηλώνει ξεκάθαρα ότι δεν πρόκειται για κοινή χάραξη πορείας, αλλά για μία διαπραγμάτευση όπου επιχειρείται να εξυπηρετηθούν αντικρουόμενα συμφέροντα. Σε μία τέτοια συνδιαλλαγή, όπου η λύση βρίσκεται συνήθως "στο μέσο", είναι προς το συμφέρον του κάθε συναλλασόμενου να τραβήξει τις απαιτήσεις του όσο περισσότερο μπορεί προς τα άκρα, ώστε το "μέσο" να είναι πιο κοντά στις πραγματικές του απαιτήσεις. Με άλλα λόγια, η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση, όπως διδάσκει και η ιστορία του Χότζα με τον φτωχό οικογενειάρχη (αυτό το γνωρίζει πολύ καλά και ο σταρ των ημερών, Κασιδιάρης, που μήνυσε την Δούρου και την Κανέλλη, προφανώς γιατί η πρώτη του ρούφηξε το νερό από το ποτήρι από τρία μέτρα μακριά και η δεύτερη τον χτύπησε δυνατά με το μάτι της στη μπουνιά του).
Συμπέρασμα
Παρότι αυτός που σε βοηθάει έχει νόμιμο, ακόμη και ηθικό, δικαίωμα να ζητάει την έμπρακτη αλλαγή της μέχρι τώρα στάσης σου, ενδέχεται οι απαιτήσεις, είτε ηθελημένα είτε άθελα, να μην εξυπηρετούν τις δικές σου πραγματικές ανάγκες και να μην οδηγούν σε εξορθολογισμό της κατάστασης. Στην περίπτωση αυτή, είναι απαραίτητο όχι να δηλώσεις ότι δεν θέλεις να σου υποδεικνύουν πώς να ζήσεις και πόσο να ζοριστείς, αλλά να επισημάνεις ότι οι υποδείξεις δεν έχουν αποτέλεσμα (πρωτίστως για σένα, αλλά ίσως και για τους άλλους) και να απαιτήσεις κάτι διαφορετικό, να αντιπροτείνεις και να αναθεωρήσεις. Εάν η απάντηση από την άλλη πλευρά είναι "ή αυτό που σου λέω ή τίποτα", τότε θα πρέπει να σκεφτείς το ενδεχόμενο η πρόταση που σου έγινε να μην εξυπηρετεί αυτό που είχες υπόψη σου (το καλό όλων) και να εξετάσεις εναλλακτικές επιλογές. Εάν πείσεις τον εαυτό σου ότι η βοήθεια των "φίλων" σου με την παρούσα μορφή της είναι η καλύτερη επιλογή που έχεις, τότε έχεις de facto παραδεχθεί ότι ούτε φίλοι σου είναι ούτε εσύ ισότιμος, αλλά απλά ένα υποχείριό τους, και οι σχέση σας είναι αυτή δούλου και κύρη. Σ' αυτή την περίπτωση, κανείς δεν μπορεί να επικαλεστεί κάποια ηθική, που ως γνωστόν δεν υφίσταται σε τέτοιες σχέσεις.
"Σκάσε και κουβάλα".
Μόναχο, 14 Ιουνίου 2012
Άγγελος Κανλής
α ΠΡΟ.ΠΟ.: Σήμερα είναι η 25η επέτειος της μεγαλύτερης νίκης κατά του κεφαλαίου. Του μπασκετικού, εννοώ. ☺
Ενημέρωση 15/6: Εντελώς συμπτωματικά, σήμερα παραβρέθηκα σε μία ομιλία του Γιανναρά, ο οποίος μας περιέγραψε την ημέρα μετά τα Ίμια στο πανεπιστήμιο. Μετά από τις δηλώσεις των φοιτητών “σιγά μην πάω εγώ να σκοτωθώ επειδή δεν τα βρήκαν οι πολιτικοί μας”, τους έθεσε το ερώτημα “τι προτιμάτε, ελευθερία με πόλεμο ή δουλεία με ειρήνη;” και αυτοί του απάντησαν το δεύτερο! Εάν έτσι είναι η γενική τοποθέτηση της ελληνικής κοινωνίας, τότε το παραπάνω τελικό συμπέρασμα φαίνεται αναπόφευκτο.
Πέμπτη, 14 Ιουνίου 2012
Debito ergo sunt